- πρισμός
- πρισ-μός, ὁ,A gripping tightly, Hsch. (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρισμός — ὁ, Α 1. το πριόνισμα 2. στον πληθ. oἱ πρισμοί (κατά τον Ησύχ.) βίαιες αρπαγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το σ βλ. λ. πρίω) + κατάλ. μός] … Dictionary of Greek
πρισμοῖς — πρισμός gripping tightly masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρισμοί — πρισμός gripping tightly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)